διασκεδασμός

διασκεδασμός
ο
1. διάλυση.
2. (φυσ.), «διασκεδασμός του φωτός», η ανάλυση του φωτός στα χρώματα του φάσματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διασκεδασμός — scattering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκεδασμός — Διασπορά, διασκορπισμός· εξαφάνιση, διάλυση· ταραχή, σύγχυση. δ.φωτός.Η εξάρτηση της ταχύτητας του κύματος και του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος. Αποτέλεσμα αυτού είναι το φαινόμενο του διαχωρισμού μιας ακτίνας μη μονοχρωματικού φωτός… …   Dictionary of Greek

  • διασκεδασμόν — διασκεδασμός scattering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουράνιο τόξο ή ίρίδα — Οπτικό φαινόμενο, που οφείλεται στην ανάκλαση, διάθλαση και ανάλυση του ηλιακού φωτός από τις αιωρούμενες στην ατμόσφαιρα υδροσταγόνες της βροχής. Το φαινόμενο εκδηλώνεται με την εμφάνιση ομοκεντρικών κυκλικών τόξων, τα οποία έχουν τα χρώματα του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”